- ζωμοθεραπεία
- ηιατρ. η χορήγηση ζωμού κρέατος σε ασθενείς για θεραπευτικό σκοπό.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ζωμός — ο (AM ζωμός, Α και δωρ. τ. δωμός) το εκχύλισμα ζωικών ή φυτικών ουσιών που λαμβάνεται με βρασμό κρέατος, ψαριού χόρτων κ.λπ. μαζί με νερό («ζωμός κρέατος») αρχ. 1. μτφ. αιματοχυσία («περὶ τῆς μάχης, καὶ πολὺν τὸν ζωμὸν γεγονέναι», Θεόφρ.) 2.… … Dictionary of Greek
ωμοθεραπεία — η, Ν (παλ. όρος) ζωμοθεραπεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ωμός + θεραπεία] … Dictionary of Greek